ετεροοικία

ετεροοικία
και ετεροικία, η [ετερόοικος]
το γνώρισμα μερικών παρασίτων να ολοκληρώνουν τον βιολογικό τους κύκλο σε δύο ή περισσότερους ξενιστές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ετεροξενία — η η ετεροοικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + ξενία < ξένος] …   Dictionary of Greek

  • σκωριομύκητες — Μύκητες που συγκροτούν την τάξη των ουρεδινωδών (βασιδιομύκητες) και οι οποίοι προκαλούν τις σοβαρές ασθένειες των φυτών, τις γνωστές ως σκωριάσεις. Ο κύκλος της ανάπτυξης των σ. είναι περίπλοκος: από τα τελευτοσπόρια, που σχηματίζονται στους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”